«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ – ΣΤΡΑΤΕΥΣΗ»
Πιστεύετε πως είναι συμβατή η ιδιότητα το καλλιτέχνη, του ποιητή ,γενικά του διανοουμένου με εκείνη του στρατευμένου , ή όχι , και γιατί;
Ο άνθρωπος, από τα πρώτα του συνειδητά βήματα , αγωνίζεται και αγωνιά στο πλαίσιο ενός γενικού προορισμού και ενός ειδικού πεπρωμένου να αναβαθμίσει τη θέση του μέσα στην κοινωνική διαστρωμάτωση, να συντονίσει το ατομικό του διασκελισμό με το γενικότερο βηματισμό, να προσαρμόσει τις προθέσεις, τις θέσεις και τις διαθέσεις του με τις προδιαγραφές και τις προϋποθέσεις που απαιτεί το κοινωνικό πλαίσιο, για να καταστεί εφικτή η σωστή κοινωνική του ένταξη και αποδοχή.
Έτσι, σε κάποιο στάδιο της ζωής του αποφασίζει εάν μπορεί καταρχάς , και έπειτα αν θέλει να ασχοληθεί με πνευματικά επαγγέλματα η ενδιαφέροντα , ανεξάρτητος και ελεύθερος στην μαγεία των απόψεων και των γνώσεων του, ή στρατευμένος , σαν ένα στρατιωτάκι που ίσως εξαρτάται και αναλώνεται και καταναλώνεται στην καθημερινότητα και αποτελεί προϊόν εκμετάλλευσης άλλων «μεγάλων» ή απλά γίνεται φανατικός επαναστάτης για κάποιες πεποιθήσεις του δογματικές και μη.
Ας ξεκινήσουμε όμως με τον ορισμό του πνευματικού ανθρώπου. Πνευματικός άνθρωπος καταρχήν δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο οποιοσδήποτε ασχολείται με κάποια πνευματική δραστηριότητα και απλά διακρίνεται σ’ αυτήν ούτε καν ο επιτυχημένος επιστήμονας, πολιτικός, καλλιτέχνης. Ο πνευματικός άνθρωπος έχει καταρχάς γνωρίσει την καταξίωση και την καθολική αποδοχή στον επαγγελματικό του χώρο αλλά όχι μόνο αυτό. Με τις επιστημονικές του καταθέσεις, με τις καλλιτεχνικές του δημιουργίες ή με τις πολιτικές του πεποιθήσεις και παρεμβάσεις έχει αλλάξει τον ρου της ανθρώπινης ιστορίας και συντέλεσε στην ποιοτικότερη ζωή των ανθρώπων σε εθνικό ή σε διεθνές επίπεδο. Κατέχει άπταιστη γνώση του αντικειμένου του και αυτό του επιτρέπει να εισάγει καινοτομίες, να βελτιώνει και να τελειοποιεί το αντικείμενό του αυτό. Το κυρίως χαρακτηριστικό του όμως είναι ότι έχει απαγκιστρωθεί από το στενό επαγγελματικό του αντικείμενο και ασχολείται με ευρύτερες δραστηριότητες, προσπαθεί νοητικά να διεισδύσει στις συνθήκες που καθορίζουν την κοινωνική εξέλιξη και διαμορφώνουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Ο βίος του πνευματικού ανθρώπου διέπεται από τη σεμνότητα, την άμιλλα, τον αλτρουισμό, την ειλικρίνεια, την ανιδιοτέλεια, την αποστροφή για τα υλικά αγαθά, αξίες και αρχές που προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει και σε όλους τους απλούς ανθρώπους με την καθημερινή του στάση.
Ο στρατευμένος αντίθετα δεν έχει προσωπικά ενδιαφέροντα, ούτε υποθέσεις, συναισθήματα, δεσμούς, περιουσία, ούτε ακόμη και δικό όνομα. Τα πάντα σ' αυτόν είναι απορροφημένα αποκλειστικά από ένα ενδιαφέρον, μια σκέψη, ένα πάθος - την επανάσταση". Ο ίδιος, που έζησε μια ζωή ως φανατικός και ιδεοληπτικός ξέρει και ομολογεί την επήρεια που έχει η υπερβολική εξουσία για το άτομο. Η εξουσία απορροφά το άτομο και μονοπωλεί το ενδιαφέρον.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου ο μόνος τρόπος για να μπορούν να συνυπάρξουν αυτές οι δύο ιδιότητες αποτελεί σπάνια εξαίρεση πού αν έχει συμβεί θα απέχει από νότες ναρκισσισμού , εγωισμού και φανατισμού ή από την άλλη προσκόλληση και απόλυτη , άκριτη αφοσίωση στην τέχνη.
Αλλά επειδή και οι δύο είναι ιδιότητες αποτελούμενες «από αρνητικούς πόλους» και αφοσίωση , θεωρώ ότι είναι αδύνατον να συνυπάρξουν.
= 465 λέξεις
Σκωλίκης Βασίλης
" Όταν κάτι το λες ή το γράφεις γίνεται πιο σαφές ... " - Πλάτων
Σάββατο 10 Απριλίου 2010
« Ο άνθρωπος και το φόρεμα : Είμαστε ότι φοράμε»
Τα φορέματα για τα σώματα, είναι ότι οι λέξεις για τα πράγματα. Είμαστε ότι φοράμε, αλλα δεν αξίζουμε ότι φοράμε. Γιατί ο άνθρωπος , στις συναισθηματικές του ταλαντώσεις και ταλαντεύσεις ή στις συνακόλουθες στιγμές ευτυχίας και χαράς, διαλέγει διαφορετικό είδος ντυσίματος. Θα έλεγα πως το ντύσιμο είναι η προετοιμασία μας «για να βγούμε στην σκηνή» της ζωής. Όμοια με το θέατρο, αλλάζουμε κοστούμια ανάλογα με το έργο, τη σκηνή, το ρόλο, τα συναισθήματα που βιώνουμε και αντιμετωπίζουμε. Είτε ντυνόμαστε με την τελευταία λέξη της μόδας είτε φοράμε και ξαναφοράμε τα ρούχα που πιστεύουμε ότι μας ταιριάζουν -ακριβά, φθηνά, φανταχτερά, σεμνά, μαύρα ή πολύχρωμα-, τα ρούχα είναι μια απεικόνιση του εσωτερικού μας κόσμου που δείχνουμε σε όλους. Το ρούχο για τον άνθρωπο αποτελεί τον ίδιο τον άνθρωπο. Από τα ρούχα διαφαίνεται το πώς σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, σε τι ψυχολογική κατάσταση βρισκόμαστε και πώς συμπεριφερόμαστε.
Αν το ρούχο, βέβαια, αποτελεί στολή στρατευμένου όπως λόγου χάρη το κοστούμι για τα στελέχη, ή η στολή για τους αστυνομικούς, δεν είναι ένδυμα προσωπικής αρέσκειας και επιλογής , άλλα κάτι το ανέκφραστο, κάτι το τυπικό, το ψεύτικο. Τότε το ρούχο, αποκτά μια μορφή που δεν εκφράζει το άτομο, αλλά την ιδιότητα του. Άλλωστε , « το φόρεμα εμφανίζει, ενώ η στολή κρύβει.» Τέτοια μορφή δε αποκτά,επίσης, όταν το ένδυμα γίνεται υποχρέωση από πολιτικές αποφάσεις, κρατικές παραδόσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Και όπως εύστοχα γράφει ο κ. Παπανούτσος σε σχετικό του δοκίμιο : «το φόρεμα αποτελειώνει και επισφραγίζει το πρόσωπο μας, το συμπληρώνει και το παρουσιάζει». Μπορούμε, άλλωστε, να το διαπιστώσουμε και στον εαυτό μας. Όταν βρεθούμε σε μια αίθουσα με κόσμο, όταν είμαστε καλεσμένοι μαζί με ανθρώπους που γνωρίζουμε λίγο ή καθόλου σε ένα φιλικό σπίτι, τι είναι αυτό που μας κάνει να διαμορφώσουμε μια πρώτη εντύπωση για τους γύρω μας; Μία εικόνα που, σαν να ρίχνουμε μια ματιά σε φωτογραφία, σαν ένα «Scanner» που αυτόχρημα αποτυπώνει τις πληροφορίες για το άτομο που αντικρίζουμε. Η εικόνα αυτή περιλαμβάνει το πρόσωπο, το βλέμμα, τα μαλλιά, τη στάση του σώματος και ασφαλώς τα ρούχα, και μπορεί να επηρεάσει αρκετά τα συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας που αναπτύσσουμε για τον άνθρωπο αυτόν.
Το ντύσιμο αποτελεί ένα είδος γλώσσας, μια μορφή επικοινωνίας. Βρίσκεται ακριβώς στο σύνορο (και είναι ένα σύνορο) μεταξύ του εσωτερικού μας κόσμου και του εξωτερικού, του κοινωνικού κόσμου. Ανήκει σε εμάς, είναι κομμάτι μας, αφού το επιλέγουμε και το φέρουμε πάνω μας, και ταυτόχρονα είναι κάτι που βρίσκεται ήδη έξω από εμάς. Μπορούμε να πούμε ότι με αυτά που φοράμε έχουμε μια πολύ προσωπική συνομιλία με τον κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς το ντύσιμο μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα παραβάν που μας κρύβει και μια οθόνη που μας προβάλλει! Μοιάζει , σαν μια ταυτότητα που αποδίδει όλα μας τα χαρακτηριστικά, καθώς εκφράζει τα ανέκφραστα και εμφανίζει τα κρυμμένα.
Αν το ρούχο, βέβαια, αποτελεί στολή στρατευμένου όπως λόγου χάρη το κοστούμι για τα στελέχη, ή η στολή για τους αστυνομικούς, δεν είναι ένδυμα προσωπικής αρέσκειας και επιλογής , άλλα κάτι το ανέκφραστο, κάτι το τυπικό, το ψεύτικο. Τότε το ρούχο, αποκτά μια μορφή που δεν εκφράζει το άτομο, αλλά την ιδιότητα του. Άλλωστε , « το φόρεμα εμφανίζει, ενώ η στολή κρύβει.» Τέτοια μορφή δε αποκτά,επίσης, όταν το ένδυμα γίνεται υποχρέωση από πολιτικές αποφάσεις, κρατικές παραδόσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Και όπως εύστοχα γράφει ο κ. Παπανούτσος σε σχετικό του δοκίμιο : «το φόρεμα αποτελειώνει και επισφραγίζει το πρόσωπο μας, το συμπληρώνει και το παρουσιάζει». Μπορούμε, άλλωστε, να το διαπιστώσουμε και στον εαυτό μας. Όταν βρεθούμε σε μια αίθουσα με κόσμο, όταν είμαστε καλεσμένοι μαζί με ανθρώπους που γνωρίζουμε λίγο ή καθόλου σε ένα φιλικό σπίτι, τι είναι αυτό που μας κάνει να διαμορφώσουμε μια πρώτη εντύπωση για τους γύρω μας; Μία εικόνα που, σαν να ρίχνουμε μια ματιά σε φωτογραφία, σαν ένα «Scanner» που αυτόχρημα αποτυπώνει τις πληροφορίες για το άτομο που αντικρίζουμε. Η εικόνα αυτή περιλαμβάνει το πρόσωπο, το βλέμμα, τα μαλλιά, τη στάση του σώματος και ασφαλώς τα ρούχα, και μπορεί να επηρεάσει αρκετά τα συναισθήματα συμπάθειας ή αντιπάθειας που αναπτύσσουμε για τον άνθρωπο αυτόν.
Το ντύσιμο αποτελεί ένα είδος γλώσσας, μια μορφή επικοινωνίας. Βρίσκεται ακριβώς στο σύνορο (και είναι ένα σύνορο) μεταξύ του εσωτερικού μας κόσμου και του εξωτερικού, του κοινωνικού κόσμου. Ανήκει σε εμάς, είναι κομμάτι μας, αφού το επιλέγουμε και το φέρουμε πάνω μας, και ταυτόχρονα είναι κάτι που βρίσκεται ήδη έξω από εμάς. Μπορούμε να πούμε ότι με αυτά που φοράμε έχουμε μια πολύ προσωπική συνομιλία με τον κόσμο, έτσι όπως τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι αξιοθαύμαστο το πώς το ντύσιμο μπορεί να είναι ταυτόχρονα ένα παραβάν που μας κρύβει και μια οθόνη που μας προβάλλει! Μοιάζει , σαν μια ταυτότητα που αποδίδει όλα μας τα χαρακτηριστικά, καθώς εκφράζει τα ανέκφραστα και εμφανίζει τα κρυμμένα.
Γιατί δεν συμφωνούνε πάντοτε οι πράξεις με τις πεποιθήσεις και τα λόγια μας με τα έργα μας, και τι θα προέκυπτε από τον εναρμονισμό θεωρίας και πράξης
Τα λόγια για τις πεποιθήσεις είναι ότι οι πράξεις για τα έργα μας. Η πεποίθηση του ανθρώπου είναι αυτό που θέλει και επιθυμεί να κάνει και όχι αυτό που τελικώς πράττει όπως και τα λόγια μας είναι μια απλή θεωρία για το τι θα κάνουμε, δεν είναι το τελικό αποτέλεσμα. Είναι σαν μία έρευνα όπου η θεωρία και πεποίθηση αποτελεί την υπόθεση και το υλικό για την διεξαγωγή της και οι πράξεις το πείραμα. Μια έρευνα όμως δεν είναι πάντοτε αληθής, έτσι και στη ζωή μας, δεν μπορούνε πάντοτε να συνάδουν τα «θέλω μας» με τις πράξεις μας.
Στην ζωή, αυτό τελικά που δίνει την απόλυτη ευτυχία, είναι το να ζεις ευδιάθετα και περήφανα την δυστυχία. Γιατί μόνο όταν ζεις την δυστυχία, νιώθεις την ευτυχία. Έτσι η ζωή αποκτά ενδιαφέρον και νόημα.
Επομένως, το φαινόμενο να επιθυμούμε να κάνουμε κάτι και να μην το πετυχαίνουμε πάντα είναι σύνηθες, και προφανές στην ζωή του ανθρώπου. « Είναι όντως σκληρό να αποτύχεις, όμως είναι ακόμα σκληρότερο να μην έχεις δοκιμάσει να επιτύχεις». Όποιος δεν προσπαθεί να επιτύχει, δε δοκιμάζει τις δυνατές συγκινήσεις , δε γεύεται τα «δυνατά κρασιά της ηδονής» που προσφέρει η αισθητική γοητεία του κινδύνου, η ξεχωριστή, η μαγνητική τους δύναμη, που έλκει και απωθεί ταυτόχρονα. Έλκει τους ανθρώπους της δράσης , του αγωνιστικού ζήλου , τους υψηλόφρονες , τους τολμηρούς, τους ωραίους και απωθεί τους ανθρώπους της απόδρασης, τους χαμαιλέοντες , τους τιποτόφρονες.
Αν εναρμονίσουμε την μόνιμη θεωρία και πράξη ίσως σημαίνει ότι δεν δοκιμάσαμε να αποτύχουμε , κάνοντας την θεωρία ανούσια πράξη. Η αποτυχία είναι κλήρος του ανθρώπου, αναπόφευκτο και αξεπέραστο σημείο. Μόνο ο θεός και όσοι δεν προσπαθούν , δεν αποτυγχάνουν. Εξάλλου, η παντοδυναμία είναι το Θεού μόνο ιδιότητα. Μοίρα και χρέος του ανθρώπου είναι όχι να μην αποτυγχάνει, αλλά να προσπαθεί να επιτυγχάνει.
Στην ζωή, αυτό τελικά που δίνει την απόλυτη ευτυχία, είναι το να ζεις ευδιάθετα και περήφανα την δυστυχία. Γιατί μόνο όταν ζεις την δυστυχία, νιώθεις την ευτυχία. Έτσι η ζωή αποκτά ενδιαφέρον και νόημα.
Επομένως, το φαινόμενο να επιθυμούμε να κάνουμε κάτι και να μην το πετυχαίνουμε πάντα είναι σύνηθες, και προφανές στην ζωή του ανθρώπου. « Είναι όντως σκληρό να αποτύχεις, όμως είναι ακόμα σκληρότερο να μην έχεις δοκιμάσει να επιτύχεις». Όποιος δεν προσπαθεί να επιτύχει, δε δοκιμάζει τις δυνατές συγκινήσεις , δε γεύεται τα «δυνατά κρασιά της ηδονής» που προσφέρει η αισθητική γοητεία του κινδύνου, η ξεχωριστή, η μαγνητική τους δύναμη, που έλκει και απωθεί ταυτόχρονα. Έλκει τους ανθρώπους της δράσης , του αγωνιστικού ζήλου , τους υψηλόφρονες , τους τολμηρούς, τους ωραίους και απωθεί τους ανθρώπους της απόδρασης, τους χαμαιλέοντες , τους τιποτόφρονες.
Αν εναρμονίσουμε την μόνιμη θεωρία και πράξη ίσως σημαίνει ότι δεν δοκιμάσαμε να αποτύχουμε , κάνοντας την θεωρία ανούσια πράξη. Η αποτυχία είναι κλήρος του ανθρώπου, αναπόφευκτο και αξεπέραστο σημείο. Μόνο ο θεός και όσοι δεν προσπαθούν , δεν αποτυγχάνουν. Εξάλλου, η παντοδυναμία είναι το Θεού μόνο ιδιότητα. Μοίρα και χρέος του ανθρώπου είναι όχι να μην αποτυγχάνει, αλλά να προσπαθεί να επιτυγχάνει.
ΜΝΗΜΗ – ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Η μνήμη. Ο άνθρωπος. Η μνήμη ζει μέσα σε αυτόν. Εκείνος όμως, δεν ζει πάντοτε σύμφωνα με εκείνη. Πράγματι, οι άνθρωποι που στοιχηματίζουν στο χρηματιστήριο της λήθης τους, και ζουν σύμφωνα με τις επιταγές της, είναι σίγουρο ότι πονούν συχνά. Όπως άλλωστε εύστοχα έχει πει ο Σεφέρης « η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί».
Πράγματι, μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αλλά σίγουρα όχι στις αναμνήσεις. Η μνήμη... είναι το ημερολόγιο που όλοι κουβαλάμε μαζί μας. Ο πλούτος της ζωής βρίσκεται στις αναμνήσεις που έχουμε ξεχάσει, σε αυτές που αποτυπώνονται μέσα στην ψυχή μας και όσο περνάν οι σελίδες του ημερολογίου της ψυχής, και αλλάζουμε βιβλία, περνάνε και οι καιροί, οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις, οι καλές και οι κακές στιγμές, αυτά που θέλουμε και αυτά που δεν θέλουμε να γραφτούνε στο χθες.
Η μνήμη είναι περίπλοκο πράγμα, συγγενής της αλήθειας, αλλά όχι δίδυμός της. «Είναι η λογοτεχνία κάθε ανθρώπου», η ποιητική του συλλογή με τα επιτυχημένα και αποτυχημένα έργα του. Ο άνθρωπος βέβαια στις συγκινησιακές του εκρήξεις και δονήσεις, δεν δέχεται να απομνημονεύσει κάποια πράγματα και καταφεύγει στο «οινόπνευμα» της λύτρωσης μέσω άλλων διαφόρων τρόπων. Η μνήμη όμως, δεν λησμονεί και δεν κάνει διακρίσεις . Αντίθετα, πραγματοποιεί το έργο της σαν ένα όργανο του σώματος, που η μόνη στιγμή που σταματά είναι ο θάνατος.
Πράγματι, μπορείς να κλείσεις τα μάτια σου στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αλλά σίγουρα όχι στις αναμνήσεις. Η μνήμη... είναι το ημερολόγιο που όλοι κουβαλάμε μαζί μας. Ο πλούτος της ζωής βρίσκεται στις αναμνήσεις που έχουμε ξεχάσει, σε αυτές που αποτυπώνονται μέσα στην ψυχή μας και όσο περνάν οι σελίδες του ημερολογίου της ψυχής, και αλλάζουμε βιβλία, περνάνε και οι καιροί, οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις, οι καλές και οι κακές στιγμές, αυτά που θέλουμε και αυτά που δεν θέλουμε να γραφτούνε στο χθες.
Η μνήμη είναι περίπλοκο πράγμα, συγγενής της αλήθειας, αλλά όχι δίδυμός της. «Είναι η λογοτεχνία κάθε ανθρώπου», η ποιητική του συλλογή με τα επιτυχημένα και αποτυχημένα έργα του. Ο άνθρωπος βέβαια στις συγκινησιακές του εκρήξεις και δονήσεις, δεν δέχεται να απομνημονεύσει κάποια πράγματα και καταφεύγει στο «οινόπνευμα» της λύτρωσης μέσω άλλων διαφόρων τρόπων. Η μνήμη όμως, δεν λησμονεί και δεν κάνει διακρίσεις . Αντίθετα, πραγματοποιεί το έργο της σαν ένα όργανο του σώματος, που η μόνη στιγμή που σταματά είναι ο θάνατος.
ΜΟΔΑ : ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ;
ΜΟΔΑ : ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ ΕΠΙΔΗΜΙΑ;
Γιατί και τι είναι η μόδα; Κάτι σαν έκθετο που το περιμαζεύεις, χωρίς να ξέρεις ποιος το γέννησε; Κάτι που δεν ζει περισσότερο από ένα ή δύο χρόνια, και σώνεται σαν ένα άρωμα που πέθανε; Μια άυλη και άψυχη ύλη που τη θυμάσαι και γελάς η ντρέπεσαι για λογαριασμό της και κρυφά για λογαριασμό σου; Κάτι που σε κάνει υποχείριο και δέσμιο του εαυτού σου και δεν σε αφήνει να γευτείς τα «δυνατά κρασιά» της απλότητας και της μοναδικής προσωπικότητας σου;
Στην εποχή μας οι επιταγές της μόδας είναι εναργέστερες από πολλές άλλες. Το φαινόμενο δεν άπτεται μόνο της γυναικείας μερίδας του πληθυσμού, αλλά κάνει θραύση παντού. Η μόδα αποτελεί μια συνήθεια που γεννήθηκε με την βιομηχανία και την παραγωγή προϊόντων «πολυτελείας».
Είναι γεγονός άλλωστε ότι το οικονομικό μοντέλο των βιομηχανικών κοινωνιών «τρέφει» συνεχώς το φαινόμενο του καταναλωτισμού, καθώς επιβάλλει με τον τρόπο της την μαζική κατανάλωση. Αυτό βέβαια έχει ως άμεση συνέπεια να δημιουργούνται παροδικά και εφήμερα πρότυπα – μόδες , προκειμένου να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του καταναλωτή.
Η διαφήμιση, παραμυθάς επινοητικός και παιδαγωγός πειστικότατος(;) , παράγει όχι μόνο ιδεολογία, αλλά και άκρατη «κονσερβοποίηση» .Τόσο με το άμεσο, λεκτικό και εικαστικό μήνυμα της, καταναλωτισμού σημαντικό, όσο και με τα συμφραζόμενα της. Δημιουργεί πλασματικές ανάγκες που τρέφονται ασταμάτητα από τις ψυχολογικές και συναισθηματικές ταλαντεύσεις του ανθρώπου λόγω της ηθικής αβιταμίνωσης που πηγάζει πιεστική καθημερινότητα και την μονοτονία της ρουτίνας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από την μετατροπή της εργασίας σε εξαναγκαστική δύναμη που μετατρέπει την αργόσχολη κατάσταση σε υποκατάστατο της ευτυχίας και της ελευθερίας, αναγκάζοντας τον άνθρωπο να αναζητά το νόημα της ζωής σε ό, τι πρόσκαιρα προβάλλεται ως πρότυπο από την καταναλωτική κοινωνία.
Επιπρόσθετα, ένας άλλος εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι αυτό το ακαταμάχητο, το ασυγκράτητο «πλέον έχειν» που υπάρχει στην ιδιοσυγκρασία των σημερινών «άπληστων» ανθρώπων που δεν ζουν για να ζήσουν, αλλά για να μετρήσουν. Με αποτέλεσμα το ιδανικό να γίνεται εμπόρευμα και ο άνθρωπος όχι ένας δημιουργός αλλά ένας καταναλωτής ιδανικών. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και τα ιδανικά που ταιριάζουν σε ρόλους, οδηγούν μόνο στο να φτωχαίνουν και να αδυνατίζουν τον άνθρωπο. Αυτά παραπέμπουν πάλι μόνο σε μια χειραγωγημένη και μηχανοποιημένη κατεύθυνση της συμπεριφοράς. Επιπλέον, οι νέοι σήμερα πιστεύουν ότι μέσω της μόδα αποκτούν στιλ . Στιλ όμως δεν είναι αυτό που αγοράζεις από μαγαζιά με κομψούς -εντελώς άκομψα φερόμενους- υπερόπτες(συνήθως)υπαλλήλους, οι οποίοι σου επιβάλλονται για την εξυπηρέτηση τους και προσπαθούν να σε πείσουν ότι οι ίδιοι είναι κάτι πιο σημαντικό από αυτό που η στολή τους προσδιορίζει. Στιλ δεν είναι να προσπαθείς να έχεις στιλ. Αυτό είναι ένα παιχνίδι που έχει λήξει. Θεωρείται λοιπόν ύψιστη ανάγκη να βρει ο καθένας τα «δακτυλικά του αποτυπώματα» πάνω στο καρμπόν της καθημερινότητας.
Σκέφτηκε αλήθεια κανείς ποτέ, τι επιπτώσεις έχει η μόδα στην κοινωνία; Μάλλον όχι, γιατί από ότι φαίνεται το άγχος και τα συναφή ψυχοσωματικά προβλήματα δεν μειώνονται, κάθε άλλο, η ασθένεια του μέλλοντος είναι πλέον η κατάθλιψη. Η μαζικοποίηση και ο άκρατος καταναλωτισμός αυξάνονται συνεχώς με αποτέλεσμα το άτομο να εκπίπτει σε ετεροκίνητη ύπαρξη και όχι μόνο να παθητικοποιείται αλλά και να χειραγωγείται. Επίσης, σε συλλογικό επίπεδο, εξαντλούνται οικονομικά οι αγορές και διασπαθίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά καθώς και περιορίζεται πλήρως το ενδιαφέρον για τα κοινά, αφού υπερισχύει η προώθηση του ατομικού συμφέροντος. Στις σχέσεις μας με τους άλλους επικρατεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός , η ιδιοτέλεια, ο εγωισμός, ο φόβος, η ανασφάλεια και συνακόλουθη αβεβαιότητα πως ο έτερος είναι καλύτερος υπηρέτης της μόδας. Και τέλος, μην ξεχνάμε ότι νοθέυεται η πολιτιστική μας ταυτότητα από την ατελώνιστη εισαγωγή ξενόφερτων υλικών και πολιτιστικών προϊόντων.
«Η μόδα είναι η ψευτιά που παρουσιάζεται με τη δύναμη τη αλήθειας, όπως του μύθου ο όνος ο «δοράν λέοντος περιβληθείς»· είναι η ασχημία που μια στιγμή σε ξιπάζει με το μαγικό ραβδί της ομορφιάς. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δεν ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε όχι με το λόγο αλλά με τη μόδα. Αν ο καθένας απ’ όλους μας λάνσαρε τη δική του προσωπική μόδα για το καθετί που τον αφορούσε (ντύσιμο, διακόσμηση, ομιλία, μουσική κ.λπ.) κι αν αυτό γινόταν έπειτα από κριτική διαδικασία, φιλοσόφηση των πραγμάτων και σκέψη πολλή. Αν όλα αυτά βασιζόταν στο στέρεο έδαφος μιας παιδευτικής διαδικασίας που θα μας αναδείκνυε όλους προσωπικότητες μορφωμένες σωστά και η διαμόρφωση και επιλογή της προσωπικής μόδας ήταν ανάγκη επιτακτική, βίωμα και στάση ζωής... Ε, τότε ο κόσμος όλος θα ήταν παρασάγγες διαφορετικός και καλύτερος από το σημερινό!
Σκωλίκης Βασίλης
17/03/2010
Γιατί και τι είναι η μόδα; Κάτι σαν έκθετο που το περιμαζεύεις, χωρίς να ξέρεις ποιος το γέννησε; Κάτι που δεν ζει περισσότερο από ένα ή δύο χρόνια, και σώνεται σαν ένα άρωμα που πέθανε; Μια άυλη και άψυχη ύλη που τη θυμάσαι και γελάς η ντρέπεσαι για λογαριασμό της και κρυφά για λογαριασμό σου; Κάτι που σε κάνει υποχείριο και δέσμιο του εαυτού σου και δεν σε αφήνει να γευτείς τα «δυνατά κρασιά» της απλότητας και της μοναδικής προσωπικότητας σου;
Στην εποχή μας οι επιταγές της μόδας είναι εναργέστερες από πολλές άλλες. Το φαινόμενο δεν άπτεται μόνο της γυναικείας μερίδας του πληθυσμού, αλλά κάνει θραύση παντού. Η μόδα αποτελεί μια συνήθεια που γεννήθηκε με την βιομηχανία και την παραγωγή προϊόντων «πολυτελείας».
Είναι γεγονός άλλωστε ότι το οικονομικό μοντέλο των βιομηχανικών κοινωνιών «τρέφει» συνεχώς το φαινόμενο του καταναλωτισμού, καθώς επιβάλλει με τον τρόπο της την μαζική κατανάλωση. Αυτό βέβαια έχει ως άμεση συνέπεια να δημιουργούνται παροδικά και εφήμερα πρότυπα – μόδες , προκειμένου να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του καταναλωτή.
Η διαφήμιση, παραμυθάς επινοητικός και παιδαγωγός πειστικότατος(;) , παράγει όχι μόνο ιδεολογία, αλλά και άκρατη «κονσερβοποίηση» .Τόσο με το άμεσο, λεκτικό και εικαστικό μήνυμα της, καταναλωτισμού σημαντικό, όσο και με τα συμφραζόμενα της. Δημιουργεί πλασματικές ανάγκες που τρέφονται ασταμάτητα από τις ψυχολογικές και συναισθηματικές ταλαντεύσεις του ανθρώπου λόγω της ηθικής αβιταμίνωσης που πηγάζει πιεστική καθημερινότητα και την μονοτονία της ρουτίνας. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα και από την μετατροπή της εργασίας σε εξαναγκαστική δύναμη που μετατρέπει την αργόσχολη κατάσταση σε υποκατάστατο της ευτυχίας και της ελευθερίας, αναγκάζοντας τον άνθρωπο να αναζητά το νόημα της ζωής σε ό, τι πρόσκαιρα προβάλλεται ως πρότυπο από την καταναλωτική κοινωνία.
Επιπρόσθετα, ένας άλλος εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι αυτό το ακαταμάχητο, το ασυγκράτητο «πλέον έχειν» που υπάρχει στην ιδιοσυγκρασία των σημερινών «άπληστων» ανθρώπων που δεν ζουν για να ζήσουν, αλλά για να μετρήσουν. Με αποτέλεσμα το ιδανικό να γίνεται εμπόρευμα και ο άνθρωπος όχι ένας δημιουργός αλλά ένας καταναλωτής ιδανικών. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και τα ιδανικά που ταιριάζουν σε ρόλους, οδηγούν μόνο στο να φτωχαίνουν και να αδυνατίζουν τον άνθρωπο. Αυτά παραπέμπουν πάλι μόνο σε μια χειραγωγημένη και μηχανοποιημένη κατεύθυνση της συμπεριφοράς. Επιπλέον, οι νέοι σήμερα πιστεύουν ότι μέσω της μόδα αποκτούν στιλ . Στιλ όμως δεν είναι αυτό που αγοράζεις από μαγαζιά με κομψούς -εντελώς άκομψα φερόμενους- υπερόπτες(συνήθως)υπαλλήλους, οι οποίοι σου επιβάλλονται για την εξυπηρέτηση τους και προσπαθούν να σε πείσουν ότι οι ίδιοι είναι κάτι πιο σημαντικό από αυτό που η στολή τους προσδιορίζει. Στιλ δεν είναι να προσπαθείς να έχεις στιλ. Αυτό είναι ένα παιχνίδι που έχει λήξει. Θεωρείται λοιπόν ύψιστη ανάγκη να βρει ο καθένας τα «δακτυλικά του αποτυπώματα» πάνω στο καρμπόν της καθημερινότητας.
Σκέφτηκε αλήθεια κανείς ποτέ, τι επιπτώσεις έχει η μόδα στην κοινωνία; Μάλλον όχι, γιατί από ότι φαίνεται το άγχος και τα συναφή ψυχοσωματικά προβλήματα δεν μειώνονται, κάθε άλλο, η ασθένεια του μέλλοντος είναι πλέον η κατάθλιψη. Η μαζικοποίηση και ο άκρατος καταναλωτισμός αυξάνονται συνεχώς με αποτέλεσμα το άτομο να εκπίπτει σε ετεροκίνητη ύπαρξη και όχι μόνο να παθητικοποιείται αλλά και να χειραγωγείται. Επίσης, σε συλλογικό επίπεδο, εξαντλούνται οικονομικά οι αγορές και διασπαθίζονται μεγάλα χρηματικά ποσά καθώς και περιορίζεται πλήρως το ενδιαφέρον για τα κοινά, αφού υπερισχύει η προώθηση του ατομικού συμφέροντος. Στις σχέσεις μας με τους άλλους επικρατεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός , η ιδιοτέλεια, ο εγωισμός, ο φόβος, η ανασφάλεια και συνακόλουθη αβεβαιότητα πως ο έτερος είναι καλύτερος υπηρέτης της μόδας. Και τέλος, μην ξεχνάμε ότι νοθέυεται η πολιτιστική μας ταυτότητα από την ατελώνιστη εισαγωγή ξενόφερτων υλικών και πολιτιστικών προϊόντων.
«Η μόδα είναι η ψευτιά που παρουσιάζεται με τη δύναμη τη αλήθειας, όπως του μύθου ο όνος ο «δοράν λέοντος περιβληθείς»· είναι η ασχημία που μια στιγμή σε ξιπάζει με το μαγικό ραβδί της ομορφιάς. Όπου δεν έχουμε δικές μας γνώμες κι αγάπες δικές μας, εκεί δεν ντυνόμαστε μόνο, μα και συλλογιζόμαστε και μιλούμε και γράφουμε και ζούμε όχι με το λόγο αλλά με τη μόδα. Αν ο καθένας απ’ όλους μας λάνσαρε τη δική του προσωπική μόδα για το καθετί που τον αφορούσε (ντύσιμο, διακόσμηση, ομιλία, μουσική κ.λπ.) κι αν αυτό γινόταν έπειτα από κριτική διαδικασία, φιλοσόφηση των πραγμάτων και σκέψη πολλή. Αν όλα αυτά βασιζόταν στο στέρεο έδαφος μιας παιδευτικής διαδικασίας που θα μας αναδείκνυε όλους προσωπικότητες μορφωμένες σωστά και η διαμόρφωση και επιλογή της προσωπικής μόδας ήταν ανάγκη επιτακτική, βίωμα και στάση ζωής... Ε, τότε ο κόσμος όλος θα ήταν παρασάγγες διαφορετικός και καλύτερος από το σημερινό!
Σκωλίκης Βασίλης
17/03/2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)